- λαβροπότης
- λαβροπότης, ὁ (Α)αυτός που πίνει χωρίς μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης, υδατο-πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
λαβροποσία — λαβροποσία, ἡ (Μ) [λαβροπότης] υπερβολική πόση … Dictionary of Greek
λαβροποτώ — λαβροποτῶ, έω (Α) [λαβροπότης] πίνω χωρίς μέτρο … Dictionary of Greek